λαβίδα

λαβίδα
η
1. όργανο με δύο σκέλη για πιάσιμο και τράβηγμα, η τσιμπίδα.
2. κουτάλι που χρησιμοποιείται στη μετάληψη: Ο ιερέας κρατούσε τη λαβίδα και το δισκοπότηρο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λαβίδα — Κάθε εργαλείο με δύο σκέλη για τη σύλληψη, συγκράτηση ή βίαιη έλξη αντικειμένων. φαινόμενο της λ. (Φυσ.). Το φαινόμενο της συστολής του πλάσματος και της απομάκρυνσής του από τα τοιχώματα του σωλήνα στον οποίο περιέχεται, διαδικασία που τελείται… …   Dictionary of Greek

  • λαβίδα — λαβίς handle fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυράγρα — η, ΝΜΑ λαβίδα αποτελούμενη από δύο σκέλη κατάλληλη για το ανασκάλεμα τής φωτιάς, πυρολαβίδα, μασιά νεοελλ. μεταλλική λαβίδα που χρησιμοποιείται από τους σιδηρουργούς για τη συγκράτηση τών διάπυρων μεταλλικών τεμαχίων, τσιμπίδα αρχ. (γενικά)… …   Dictionary of Greek

  • ωτολαβίδα — η / ὠτολαβίς, ίδος, ΝΜ νεοελλ. ιατρ. ειδική λαβίδα, που χρησιμοποιείται σε ωτικές επεμβάσεις μσν. λαβίδα για την εξαγωγή ξένων σωμάτων από τα αφτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + λαβίδα] …   Dictionary of Greek

  • μυδιόσκελλον — μυδιόσκελλον, τὸ (Α) μικρός εμβρυουλκός, μαιευτική λαβίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύδιον «μαιευτική λαβίδα» + σκελλός «με στραβά πόδια»] …   Dictionary of Greek

  • πιεστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίεση, που γίνεται με πίεση ή με τον οποίο ασκείται πίεση 2. μτφ. καταπιεστικός, καταθλιπτικός 3. εξαναγκαστικός («πιεστικά μέτρα») 4. άμεσος, επείγων, υποχρεωτικός («πιεστικές ανάγκες») 5. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • ποδολαβίδα — η, Ν ζωολ. 1. λαβίδα, μόλις ορατή με γυμνό μάτι, σε ορισμένα εχινόδερμα 2. συλληπτήριο όργανο στα αρθρόποδα που προήλθε από κατάλληλο μετασχηματισμό τού κάτω άκρου τών γναθικών ποδιών ή τών θωρακικών εξαρτημάτων σε λαβίδα …   Dictionary of Greek

  • σκενδύλιον — τὸ, Α λαβίδα («ὥστε δίχηλον γενέσθαι καθάπερ τῶν λεγομένων σκενδυλίων», Ήρων). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκενδύλη, αχρ. τ. τού σχενδύλη «λαβίδα»] …   Dictionary of Greek

  • COCHLEAR — species mensurae, de qua Salmas. ad Solin. p. 591. Qui de mensuris scribunt, concham aiunt tria cochlearia facere, nonaginta sex cochlearia sextarium implebant: ex Africano, καὶ ὁ ξέςτης ἄρα εἰς κοχλιάρια ἀναλύεται 96. Alias Cochlear, in escaria… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αγκτήρας — ο (Α ἀγκτὴρ) [ἄγχω] 1. χειρουργική λαβίδα με την οποία συγκρατούνται τα χείλη τού τραύματος κατά τη συρραφή 2. στον πληθ. οι αγκτήρες ιατρικός επίδεσμος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”