λαβίδα — Κάθε εργαλείο με δύο σκέλη για τη σύλληψη, συγκράτηση ή βίαιη έλξη αντικειμένων. φαινόμενο της λ. (Φυσ.). Το φαινόμενο της συστολής του πλάσματος και της απομάκρυνσής του από τα τοιχώματα του σωλήνα στον οποίο περιέχεται, διαδικασία που τελείται… … Dictionary of Greek
λαβίδα — λαβίς handle fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυράγρα — η, ΝΜΑ λαβίδα αποτελούμενη από δύο σκέλη κατάλληλη για το ανασκάλεμα τής φωτιάς, πυρολαβίδα, μασιά νεοελλ. μεταλλική λαβίδα που χρησιμοποιείται από τους σιδηρουργούς για τη συγκράτηση τών διάπυρων μεταλλικών τεμαχίων, τσιμπίδα αρχ. (γενικά)… … Dictionary of Greek
ωτολαβίδα — η / ὠτολαβίς, ίδος, ΝΜ νεοελλ. ιατρ. ειδική λαβίδα, που χρησιμοποιείται σε ωτικές επεμβάσεις μσν. λαβίδα για την εξαγωγή ξένων σωμάτων από τα αφτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + λαβίδα] … Dictionary of Greek
μυδιόσκελλον — μυδιόσκελλον, τὸ (Α) μικρός εμβρυουλκός, μαιευτική λαβίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύδιον «μαιευτική λαβίδα» + σκελλός «με στραβά πόδια»] … Dictionary of Greek
πιεστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίεση, που γίνεται με πίεση ή με τον οποίο ασκείται πίεση 2. μτφ. καταπιεστικός, καταθλιπτικός 3. εξαναγκαστικός («πιεστικά μέτρα») 4. άμεσος, επείγων, υποχρεωτικός («πιεστικές ανάγκες») 5. φρ.… … Dictionary of Greek
ποδολαβίδα — η, Ν ζωολ. 1. λαβίδα, μόλις ορατή με γυμνό μάτι, σε ορισμένα εχινόδερμα 2. συλληπτήριο όργανο στα αρθρόποδα που προήλθε από κατάλληλο μετασχηματισμό τού κάτω άκρου τών γναθικών ποδιών ή τών θωρακικών εξαρτημάτων σε λαβίδα … Dictionary of Greek
σκενδύλιον — τὸ, Α λαβίδα («ὥστε δίχηλον γενέσθαι καθάπερ τῶν λεγομένων σκενδυλίων», Ήρων). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκενδύλη, αχρ. τ. τού σχενδύλη «λαβίδα»] … Dictionary of Greek
COCHLEAR — species mensurae, de qua Salmas. ad Solin. p. 591. Qui de mensuris scribunt, concham aiunt tria cochlearia facere, nonaginta sex cochlearia sextarium implebant: ex Africano, καὶ ὁ ξέςτης ἄρα εἰς κοχλιάρια ἀναλύεται 96. Alias Cochlear, in escaria… … Hofmann J. Lexicon universale
αγκτήρας — ο (Α ἀγκτὴρ) [ἄγχω] 1. χειρουργική λαβίδα με την οποία συγκρατούνται τα χείλη τού τραύματος κατά τη συρραφή 2. στον πληθ. οι αγκτήρες ιατρικός επίδεσμος … Dictionary of Greek